13 Σεπ 2013

Αρχαία Ελληνικά to be or not to be?

Χωρίς να το θέλει η κ. Ρεπούση άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση που θα έπρεπε να μας έχει απασχολήσει εδώ και χρόνια αλλά δυστυχώς μέσα στον ορυμαγδό του νεοπλουτισμού του νεοέλληνα κάτι τέτοιο ήταν ασήμαντο κι ανιαρό.


Στόχο είχε ο μέσος πατριδοκάπηλος να επιδεικνύει τη Mercedes, BMW, ή τι στο δίαολο είχε αποκτήσει μέσω δάνειων, επιδοτήσεων, ή ένας διάολος ξέρει από πού, αφήνοντας στη άκρη σημαντικά και ουσιώδη θέματα που ουδόλως τον ενδιέφεραν την ώρα που κωλοτριβόταν με τις κονσιοματρίς των κωλόμπαρων και πετουσε χωρίς φειδώ χιλιάρικα ανταγωνιζόμενος τον διπλανό του οντάς βέβαιος οτι ετσι αναδεικνύει  τον πολιτισμό και τη μαγκιά του.
Και οι έχοντες την εύθηνη ανεύθυνα ενεργούντες, εδώ αναφέρομαι στους κυβερνώντες είχαν το νου τους στραμμένο στη μίζα για να γεμίσουν τον Ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό που ξεχείλιζε παράνομα.
Η αξία του Ελληνικού πολιτιστικού θησαυρού παρέμενε και δυστυχώς παραμένει στα αζήτητα παρ’ ότι παρ ότι αν το δει κάνεις σε καθαρή οικονομική βάση είναι μεγαλύτερη απ’ όλα τα πετρέλαια της Σαουδικής Αραβίας, αλλά φευ κάνεις δεν δείχνει διατεθειμένος να ασχοληθεί με την Ελλάδα που μας ακόλουθη, παραμένει σταθερά προσηλωμένος σε ενύκτιες κι ανωφελείς κατευθύνσεις ενός ατέρμονος παλινδρομισμού της οπισθοδρόμησης και της σταθερές αναχρονιστικές μεθόδους που εισήγαγαν δάσκαλοι με παρωπίδες και καμιά γραμματεία παρ’ ότι θεωρούνται ακαδημαϊκοί  γίγαντες από τους αμόρφωτους νάνους τις σύγχρονης παιδίας
Πανεπιστημιακός που στην εποχή του έλυνε και έδενε ήταν ο Εξαρχόπουλος ο θεμελιωτής της Παιδαγωγικής στην Ελλάδα, μάλλον αντιγραφέας όλων των στρεβλώσεων του Iton,Harvard και άλλων ξένων πανεπιστήμιων των άρχων του περασμένου αιώνα.
Απόλυτος και ισχυρογνώμον εισήγαγε την εκμάθηση αυτής της πρώτης των Ελλήνων γλώσσης στα σχολεία με τρόπο επιφανειακό, δανειζόμενος εκ της υστέρου και σαφώς πιο υποβαθμισμένης γραφής και εκφοράς λόγου στοιχεία για να διανθίσει και να διδάξει μια γλώσσα ανθρώπων που είχαν τον εγωισμό η γλώσσα τους να μην ομιλείτε απλά αλλά και να προφέρεται σωστά, καθιστώντας την μια μουσική, προσωδιακή  γλώσσα με τόνους και πνεύματα όπως η οξεία, δασεία, περισπωμένη, ψιλή βραχεία, κλπ αλλά και με διαφορά φωνήεντα και διφθόγγους που σήμερα μοιάζουν ομόηχα, όχι όμως και τότε, όπως το Ο, Ω, Η, Ι, ΟΙ, ΕΙ, ΕΥ, κλπ
Η σημερινή νεοελληνική γλώσσα είναι βαρεία και δυναμική εν αντιθέσει με την τότε που σε κάθε λέξη της γλώσσας άλλαζε το ύψος της φωνής.
Το πλησιέστερο σύστημα στις σημερινές γλώσσες είναι αυτό της νορβηγικής.
Τί σημαίνει αυτό για το πώς ακουγόταν συνολικά η γλώσσα; Εφόσον η οξεία σηματοδοτεί ανοδικό τόνο, η εμφάνισή της σε λέξεις με τις οποίες τελειώνει μια πρόταση θα έδινε σήμερα την εντύπωση της ερώτησης. Στα συστήματα δυναμικού τονισμού (και όχι μελωδικού) όπως είναι τα περισσότερα σημερινά συστήματα στην Ευρώπη, π.χ. νεοελληνική, γαλλική, γερμανική, η άνοδος του τόνου της φωνής στο τέλος της πρότασης συνδυάζεται συνήθως με ερώτηση, όχι κατάφαση. (Ουσιαστική εξαίρεση του κανόνα αυτού αποτελεί η αγγλική γλώσσα). Αυτό σημαίνει ότι η αρχαία ελληνική θα έδινε στο σημερινό ακροατή την εντύπωση μιας ατέλειωτης σειράς ερωτήσεων, όπως ακριβώς συμβαίνει με τη σύγχρονη νορβηγική, όπου τόσο οι ερωτηματικές όσο και οι καταφατικές προτάσεις τελειώνουν με ανέβασμα του τόνου της φωνής.
Η αντικατάσταση του μελωδικού τονισμού από τον δυναμικό είχε ήδη ολοκληρωθεί στη βυζαντινή περίοδο και είχε συμπέσει με την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων προσδίδοντας ένα εντελώς διαφορετικό άκουσμα το οποίο αβασάνιστα υιοθέτησε ο Εξαρχόπουλος.
Αυτό σημαίνει εις την ουσία δεν διδάσκετε κανένας αρχαία ελληνικά αλλά ένα μόρφωμα βυζαντινής ελληνικής γλώσσης, που είναι ρηχό κι ανούσιο μη δίνοντας στον μαθητευόμενο την έλξη ώστε να εντρυφήσει εις αυτή καθιστόμενος πνευματικός της εραστής.
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι κανόνες που αναφέρονται στη θέση του τόνου αφορούν κυρίως τα φωνήεντα, δηλαδή τα στοιχεία που μπορούν να «τραγουδηθούν», επειδή επιτρέπουν αλλαγές στο ύψος της φωνής, τόνος της λέξης στην αρχαιότητα είναι επομένως το υψηλό ύψος, η κορύφωση που υπάρχει σε μία και μοναδική συλλαβή της λέξης.
Όλες οι υπόλοιπες συλλαβές έχουν χαμηλό ύψος που σημαίνει απλά απουσία του υψηλού, γι' αυτό τον λόγο το υψηλό ονομαζόταν κύριος τόνος (ύψος με την κύρια σημασία της λέξης), ενώ το χαμηλό ονομαζόταν συλλαβικός τόνος.
Σε μια συλλαβή που είχε μακρό φωνήεν ή δίφθογγο το υψηλό ύψος μπορούσε να υπάρχει στο πρώτο ή το δεύτερο κομμάτι της (mora).
Στην πρώτη περίπτωση το δεύτερο κομμάτι θα εμφάνιζε χαμηλό ύψος και έτσι στην ίδια συλλαβή θα υπήρχε συνδυασμός υψηλού και χαμηλού ύψους που είχε διάφορα ονόματα όπως «δίτονος προσωδία», «οξύβαρις», «περισπωμένη».
Όλα αυτά αγνοήθηκαν και αγνοούνται, κάποια στιγμή όμως η συζήτηση επιβάλλεται να ανοίξει με σοβαρούς όρους, όχι σαχλαμάρες κι αΐδιες!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψε ΕΔΩ ελεύθερα την γνώμη σου